- ἐξάγεται
- ἐξάγωlead outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek
αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
γλυκόριζα — (glycyrrhiza).Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των μεσογειακών περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Χαρακτηρίζονται από ρίζες που πηγαίνουν σε μεγάλο βάθος και αδενώδη φύλλα. Τα… … Dictionary of Greek
δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek